- αναδάκνω
- ἀναδάκνω (Α)1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω2. εξοργίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δάκνω.ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάδηγμα — ἀνάδηγμα, το (Α) [ἀναδάκνω] δάγκωμα, τσίμπημα … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek